- σκορπιαίνομαι
- σκορπ-ιαίνομαι, [voice] Pass.,A to be enraged,
ἔς τινας Procop.Arc.9
, cf. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔς τινας Procop.Arc.9
, cf. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιαίνομαι — ΜΑ [σκορπιός] εξοργίζομαι … Dictionary of Greek